αταφος

αταφος
    ἄταφος
    ἄ-τᾰφος
    2
    оставленный без погребения Her., Soph., Thuc., Lys., Xen., Plut.
    

ἄταφοι πράξεις Plat. = ἀταφία


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αταφος" в других словарях:

  • ἄταφος — unburied masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άταφος — η, ο (AM ἄταφος, ον) [θάπτω] άθαφτος αρχ. φρ. «ἄταφοι πράξεις» η άρνηση των τελετών της ταφής …   Dictionary of Greek

  • άταφος — η, ο αυτός που δεν τάφηκε, άθαφτος: Οι Αθηναίοι στο Μαραθώνα και τους Πέρσες νεκρούς δεν τους άφησαν άταφους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀτάφως — ἄταφος unburied adverbial ἄταφος unburied masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄταφον — ἄταφος unburied masc/fem acc sg ἄταφος unburied neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτάφοις — ἄταφος unburied masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτάφου — ἄταφος unburied masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτάφους — ἄταφος unburied masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτάφων — ἄταφος unburied masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτάφῳ — ἄταφος unburied masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄταφα — ἄταφος unburied neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»